- κηδεύειν
- κηδεύωtake charge ofpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
опрятный — опрят порядок , укр. опрят – то же, цслав. опрѧтати κηδεύειν, польск. sprzątac убирать, прибирать . От прятать; см. Преобр. II, 145; Ильинский, Сб. Вс. Срезневскому 28 и сл … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κηδεύω — (ΑΜ κηδεύω) [κήδος] κάνω κηδεία, ενταφιάζω, θάβω (α. «θα τόν κηδέψουν αύριο στις πέντε το απόγευμα» β. «ἀλλ ἐν ξένησι χερσι κηδευθεὶς τάλας», Σοφ.) μσν. 1. νοιάζομαι, ευσπλαχνίζομαι κάποιον 2. προσέχω, φυλάγομαι μσν. αρχ. φροντίζω, περιποιούμαι,… … Dictionary of Greek
πωρώ — (I) έω, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «πωρεῑν κηδεύειν πενθεῑν» β) «πωρῆσαι λυπῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταλαίπωρος]. (II) έω, Α [πωρός (II)] 1. είμαι τυφλός 2. είμαι δυστυχής, άθλιος. (III) όω, Α βλ. πωρώνω … Dictionary of Greek
ταλαίπωρος — η, ο / ταλαίπωρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που υποφέρει, που υφίσταται πολλά, βασανισμένος, κακοπαθημένος 2. κακόμοιρος, δυστυχισμένος, δύστυχος αρχ. 1. αυτός που υφίσταται βαριές και επίπονες εργασίες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταλαίπωρον α) σκληρότητα β)… … Dictionary of Greek